Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναλέκτης
ἀνάλεκτος
ἀναλήθης
ἀνάλημμα
ἀναληπτέον
ἀναληπτήρ
ἀναληπτικός
ἀναληπτρίς
ἀνάληψις
ἀναλθής
ἀνάλθητος
ἀναλίγκιος
ἀναλικμάω
ἀναλίσκω
ἀνάλιστος
ἀνάλκεια
ἀναλκείη
ἀναλκής
ἄναλκις
ἀνάλλακτος
ἀναλληγόρητος
View word page
ἀνάλθητος
incurable

ShortDef

incurable

Debugging

Headword:
ἀνάλθητος
Headword (normalized):
ἀνάλθητος
Headword (normalized/stripped):
αναλθητος
IDX:
5986
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5987
Key:

Data

{'content': 'incurable'}