Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νυθός
νυκταιροδύτειρα
νυκταλωπίασις
νυκταλωπιάω
νυκταλωπικός
νυκτάλωψ
νυκταυγής
νυκτεγερσία
νυκτεγερτέω
νυκτέλιος
νυκτέπαρχος
νυκτερεία
νυκτέρεια
νυκτερείσιος
νυκτερέτης
νυκτέρευμα
νυκτερευτής
νυκτερευτικός
νυκτερεύω
νυκτερήσιος
νυκτερινεία
View word page
νυκτέπαρχος
praefectus vigilum

ShortDef

praefectus vigilum

Debugging

Headword:
νυκτέπαρχος
Headword (normalized):
νυκτέπαρχος
Headword (normalized/stripped):
νυκτεπαρχος
IDX:
59867
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59868
Key:

Data

{'content': 'praefectus vigilum'}