Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νυγμός
νυθός
νυκταιροδύτειρα
νυκταλωπίασις
νυκταλωπιάω
νυκταλωπικός
νυκτάλωψ
νυκταυγής
νυκτεγερσία
νυκτεγερτέω
νυκτέλιος
νυκτέπαρχος
νυκτερεία
νυκτέρεια
νυκτερείσιος
νυκτερέτης
νυκτέρευμα
νυκτερευτής
νυκτερευτικός
νυκτερεύω
νυκτερήσιος
View word page
νυκτέλιος
nightly

ShortDef

nightly

Debugging

Headword:
νυκτέλιος
Headword (normalized):
νυκτέλιος
Headword (normalized/stripped):
νυκτελιος
IDX:
59866
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59867
Key:

Data

{'content': 'nightly'}