Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νύγμα
νυγματικός
νυγματώδης
νυγμή
νυγμός
νυθός
νυκταιροδύτειρα
νυκταλωπίασις
νυκταλωπιάω
νυκταλωπικός
νυκτάλωψ
νυκταυγής
νυκτεγερσία
νυκτεγερτέω
νυκτέλιος
νυκτέπαρχος
νυκτερεία
νυκτέρεια
νυκτερείσιος
νυκτερέτης
νυκτέρευμα
View word page
νυκτάλωψ
suffering from day-blindness
ShortDef
suffering from day-blindness
Debugging
Headword:
νυκτάλωψ
Headword (normalized):
νυκτάλωψ
Headword (normalized/stripped):
νυκταλωψ
IDX:
59862
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59863
Key:
Data
{'content': 'suffering from day-blindness'}