Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νύγδην
νύγμα
νυγματικός
νυγματώδης
νυγμή
νυγμός
νυθός
νυκταιροδύτειρα
νυκταλωπίασις
νυκταλωπιάω
νυκταλωπικός
νυκτάλωψ
νυκταυγής
νυκτεγερσία
νυκτεγερτέω
νυκτέλιος
νυκτέπαρχος
νυκτερεία
νυκτέρεια
νυκτερείσιος
νυκτερέτης
View word page
νυκταλωπικός
attacks of night-blindness
ShortDef
attacks of night-blindness
Debugging
Headword:
νυκταλωπικός
Headword (normalized):
νυκταλωπικός
Headword (normalized/stripped):
νυκταλωπικος
IDX:
59861
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59862
Key:
Data
{'content': 'attacks of night-blindness'}