Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νυ
νῦ
νύγδην
νύγμα
νυγματικός
νυγματώδης
νυγμή
νυγμός
νυθός
νυκταιροδύτειρα
νυκταλωπίασις
νυκταλωπιάω
νυκταλωπικός
νυκτάλωψ
νυκταυγής
νυκτεγερσία
νυκτεγερτέω
νυκτέλιος
νυκτέπαρχος
νυκτερεία
νυκτέρεια
View word page
νυκταλωπίασις
night-blindness

ShortDef

night-blindness

Debugging

Headword:
νυκταλωπίασις
Headword (normalized):
νυκταλωπίασις
Headword (normalized/stripped):
νυκταλωπιασις
IDX:
59859
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59860
Key:

Data

{'content': 'night-blindness'}