Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναλεκτέον
ἀναλέκτης
ἀνάλεκτος
ἀναλήθης
ἀνάλημμα
ἀναληπτέον
ἀναληπτήρ
ἀναληπτικός
ἀναληπτρίς
ἀνάληψις
ἀναλθής
ἀνάλθητος
ἀναλίγκιος
ἀναλικμάω
ἀναλίσκω
ἀνάλιστος
ἀνάλκεια
ἀναλκείη
ἀναλκής
ἄναλκις
ἀνάλλακτος
View word page
ἀναλθής
powerless to heal
ShortDef
powerless to heal
Debugging
Headword:
ἀναλθής
Headword (normalized):
ἀναλθής
Headword (normalized/stripped):
αναλθης
IDX:
5985
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5986
Key:
Data
{'content': 'powerless to heal'}