Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νουσοβαρής
νουσολύτης
νουσομελής
νυ
νῦ
νύγδην
νύγμα
νυγματικός
νυγματώδης
νυγμή
νυγμός
νυθός
νυκταιροδύτειρα
νυκταλωπίασις
νυκταλωπιάω
νυκταλωπικός
νυκτάλωψ
νυκταυγής
νυκτεγερσία
νυκτεγερτέω
νυκτέλιος
View word page
νυγμός
pricking sensation, irritation
ShortDef
pricking sensation, irritation
Debugging
Headword:
νυγμός
Headword (normalized):
νυγμός
Headword (normalized/stripped):
νυγμος
IDX:
59856
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59857
Key:
Data
{'content': 'pricking sensation, irritation'}