Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νουσαχθής
νουσοβαρής
νουσολύτης
νουσομελής
νυ
νῦ
νύγδην
νύγμα
νυγματικός
νυγματώδης
νυγμή
νυγμός
νυθός
νυκταιροδύτειρα
νυκταλωπίασις
νυκταλωπιάω
νυκταλωπικός
νυκτάλωψ
νυκταυγής
νυκτεγερσία
νυκτεγερτέω
View word page
νυγμή
a pricking, puncture
ShortDef
a pricking, puncture
Debugging
Headword:
νυγμή
Headword (normalized):
νυγμή
Headword (normalized/stripped):
νυγμη
IDX:
59855
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59856
Key:
Data
{'content': 'a pricking, puncture'}