Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νουνεχής
νουνεχόντως
νουσαχθής
νουσοβαρής
νουσολύτης
νουσομελής
νυ
νῦ
νύγδην
νύγμα
νυγματικός
νυγματώδης
νυγμή
νυγμός
νυθός
νυκταιροδύτειρα
νυκταλωπίασις
νυκταλωπιάω
νυκταλωπικός
νυκτάλωψ
νυκταυγής
View word page
νυγματικός
suitable for

ShortDef

suitable for

Debugging

Headword:
νυγματικός
Headword (normalized):
νυγματικός
Headword (normalized/stripped):
νυγματικος
IDX:
59853
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59854
Key:

Data

{'content': 'suitable for'}