Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νοῦμμος
νουνέχεια
νουνεχής
νουνεχόντως
νουσαχθής
νουσοβαρής
νουσολύτης
νουσομελής
νυ
νῦ
νύγδην
νύγμα
νυγματικός
νυγματώδης
νυγμή
νυγμός
νυθός
νυκταιροδύτειρα
νυκταλωπίασις
νυκταλωπιάω
νυκταλωπικός
View word page
νύγδην
by pricking
ShortDef
by pricking
Debugging
Headword:
νύγδην
Headword (normalized):
νύγδην
Headword (normalized/stripped):
νυγδην
IDX:
59851
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59852
Key:
Data
{'content': 'by pricking'}