Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νουμηνιαστής
νουμήνιος
νοῦμμος
νουνέχεια
νουνεχής
νουνεχόντως
νουσαχθής
νουσοβαρής
νουσολύτης
νουσομελής
νυ
νῦ
νύγδην
νύγμα
νυγματικός
νυγματώδης
νυγμή
νυγμός
νυθός
νυκταιροδύτειρα
νυκταλωπίασις
View word page
νυ
now (see LSJ νῦν)

ShortDef

now (see LSJ νῦν)

Debugging

Headword:
νυ
Headword (normalized):
νυ
Headword (normalized/stripped):
νυ
IDX:
59849
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59850
Key:

Data

{'content': 'now (see LSJ νῦν)'}