Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναλειψία
ἀναλεκτέον
ἀναλέκτης
ἀνάλεκτος
ἀναλήθης
ἀνάλημμα
ἀναληπτέον
ἀναληπτήρ
ἀναληπτικός
ἀναληπτρίς
ἀνάληψις
ἀναλθής
ἀνάλθητος
ἀναλίγκιος
ἀναλικμάω
ἀναλίσκω
ἀνάλιστος
ἀνάλκεια
ἀναλκείη
ἀναλκής
ἄναλκις
View word page
ἀνάληψις
a taking up

ShortDef

a taking up

Debugging

Headword:
ἀνάληψις
Headword (normalized):
ἀνάληψις
Headword (normalized/stripped):
αναληψις
IDX:
5984
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5985
Key:

Data

{'content': 'a taking up'}