Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Νουκερία
Νουμᾶς
Νοῦμας
νουμηνία
νουμηνιαστής
νουμήνιος
νοῦμμος
νουνέχεια
νουνεχής
νουνεχόντως
νουσαχθής
νουσοβαρής
νουσολύτης
νουσομελής
νυ
νῦ
νύγδην
νύγμα
νυγματικός
νυγματώδης
νυγμή
View word page
νουσαχθής
affected with disease

ShortDef

affected with disease

Debugging

Headword:
νουσαχθής
Headword (normalized):
νουσαχθής
Headword (normalized/stripped):
νουσαχθης
IDX:
59845
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59846
Key:

Data

{'content': 'affected with disease'}