Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νουθετητικός
νοῦθος
Νουκερία
Νουμᾶς
Νοῦμας
νουμηνία
νουμηνιαστής
νουμήνιος
νοῦμμος
νουνέχεια
νουνεχής
νουνεχόντως
νουσαχθής
νουσοβαρής
νουσολύτης
νουσομελής
νυ
νῦ
νύγδην
νύγμα
νυγματικός
View word page
νουνεχής
with understanding, sensible, discreet

ShortDef

with understanding, sensible, discreet

Debugging

Headword:
νουνεχής
Headword (normalized):
νουνεχής
Headword (normalized/stripped):
νουνεχης
IDX:
59843
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59844
Key:

Data

{'content': 'with understanding, sensible, discreet'}