Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νουθέτησις
νουθετητέος
νουθετητής
νουθετητικός
νοῦθος
Νουκερία
Νουμᾶς
Νοῦμας
νουμηνία
νουμηνιαστής
νουμήνιος
νοῦμμος
νουνέχεια
νουνεχής
νουνεχόντως
νουσαχθής
νουσοβαρής
νουσολύτης
νουσομελής
νυ
νῦ
View word page
νουμήνιος
used at the new moon

ShortDef

used at the new moon

Debugging

Headword:
νουμήνιος
Headword (normalized):
νουμήνιος
Headword (normalized/stripped):
νουμηνιος
IDX:
59840
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59841
Key:

Data

{'content': 'used at the new moon'}