Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναλείχω
ἀναλειψία
ἀναλεκτέον
ἀναλέκτης
ἀνάλεκτος
ἀναλήθης
ἀνάλημμα
ἀναληπτέον
ἀναληπτήρ
ἀναληπτικός
ἀναληπτρίς
ἀνάληψις
ἀναλθής
ἀνάλθητος
ἀναλίγκιος
ἀναλικμάω
ἀναλίσκω
ἀνάλιστος
ἀνάλκεια
ἀναλκείη
ἀναλκής
View word page
ἀναληπτρίς
suspensory bandage

ShortDef

suspensory bandage

Debugging

Headword:
ἀναληπτρίς
Headword (normalized):
ἀναληπτρίς
Headword (normalized/stripped):
αναληπτρις
IDX:
5983
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5984
Key:

Data

{'content': 'suspensory bandage'}