Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νουβυστικός
νουθεσία
νουθετέω
νουθέτημα
νουθέτησις
νουθετητέος
νουθετητής
νουθετητικός
νοῦθος
Νουκερία
Νουμᾶς
Νοῦμας
νουμηνία
νουμηνιαστής
νουμήνιος
νοῦμμος
νουνέχεια
νουνεχής
νουνεχόντως
νουσαχθής
νουσοβαρής
View word page
Νουμᾶς
Numa

ShortDef

Numa

Debugging

Headword:
Νουμᾶς
Headword (normalized):
νουμᾶς
Headword (normalized/stripped):
νουμας
IDX:
59836
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59837
Key:

Data

{'content': 'Numa'}