Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νοτώδης
νουβυστικός
νουθεσία
νουθετέω
νουθέτημα
νουθέτησις
νουθετητέος
νουθετητής
νουθετητικός
νοῦθος
Νουκερία
Νουμᾶς
Νοῦμας
νουμηνία
νουμηνιαστής
νουμήνιος
νοῦμμος
νουνέχεια
νουνεχής
νουνεχόντως
νουσαχθής
View word page
Νουκερία
Nuceria
ShortDef
Nuceria
Debugging
Headword:
Νουκερία
Headword (normalized):
νουκερία
Headword (normalized/stripped):
νουκερια
IDX:
59835
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59836
Key:
Data
{'content': 'Nuceria'}