Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νότυλος
νοτώδης
νουβυστικός
νουθεσία
νουθετέω
νουθέτημα
νουθέτησις
νουθετητέος
νουθετητής
νουθετητικός
νοῦθος
Νουκερία
Νουμᾶς
Νοῦμας
νουμηνία
νουμηνιαστής
νουμήνιος
νοῦμμος
νουνέχεια
νουνεχής
νουνεχόντως
View word page
νοῦθος
tramp

ShortDef

tramp

Debugging

Headword:
νοῦθος
Headword (normalized):
νοῦθος
Headword (normalized/stripped):
νουθος
IDX:
59834
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59835
Key:

Data

{'content': 'tramp'}