Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Νότος
νότυλος
νοτώδης
νουβυστικός
νουθεσία
νουθετέω
νουθέτημα
νουθέτησις
νουθετητέος
νουθετητής
νουθετητικός
νοῦθος
Νουκερία
Νουμᾶς
Νοῦμας
νουμηνία
νουμηνιαστής
νουμήνιος
νοῦμμος
νουνέχεια
νουνεχής
View word page
νουθετητικός
monitory

ShortDef

monitory

Debugging

Headword:
νουθετητικός
Headword (normalized):
νουθετητικός
Headword (normalized/stripped):
νουθετητικος
IDX:
59833
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59834
Key:

Data

{'content': 'monitory'}