Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νότος
Νότος
νότυλος
νοτώδης
νουβυστικός
νουθεσία
νουθετέω
νουθέτημα
νουθέτησις
νουθετητέος
νουθετητής
νουθετητικός
νοῦθος
Νουκερία
Νουμᾶς
Νοῦμας
νουμηνία
νουμηνιαστής
νουμήνιος
νοῦμμος
νουνέχεια
View word page
νουθετητής
monitor

ShortDef

monitor

Debugging

Headword:
νουθετητής
Headword (normalized):
νουθετητής
Headword (normalized/stripped):
νουθετητης
IDX:
59832
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59833
Key:

Data

{'content': 'monitor'}