Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναλείφω
ἀναλείχω
ἀναλειψία
ἀναλεκτέον
ἀναλέκτης
ἀνάλεκτος
ἀναλήθης
ἀνάλημμα
ἀναληπτέον
ἀναληπτήρ
ἀναληπτικός
ἀναληπτρίς
ἀνάληψις
ἀναλθής
ἀνάλθητος
ἀναλίγκιος
ἀναλικμάω
ἀναλίσκω
ἀνάλιστος
ἀνάλκεια
ἀναλκείη
View word page
ἀναληπτικός
restorative
ShortDef
restorative
Debugging
Headword:
ἀναληπτικός
Headword (normalized):
ἀναληπτικός
Headword (normalized/stripped):
αναληπτικος
IDX:
5982
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5983
Key:
Data
{'content': 'restorative'}