Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νοτιώδης
νοτόθεν
νοτολιβυκός
νοτόνδε
νότος
Νότος
νότυλος
νοτώδης
νουβυστικός
νουθεσία
νουθετέω
νουθέτημα
νουθέτησις
νουθετητέος
νουθετητής
νουθετητικός
νοῦθος
Νουκερία
Νουμᾶς
Νοῦμας
νουμηνία
View word page
νουθετέω
to put in mind, to admonish, warn, advise
ShortDef
to put in mind, to admonish, warn, advise
Debugging
Headword:
νουθετέω
Headword (normalized):
νουθετέω
Headword (normalized/stripped):
νουθετεω
IDX:
59828
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59829
Key:
Data
{'content': 'to put in mind, to admonish, warn, advise'}