Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νοτίς
νοτισμός
νοτιώδης
νοτόθεν
νοτολιβυκός
νοτόνδε
νότος
Νότος
νότυλος
νοτώδης
νουβυστικός
νουθεσία
νουθετέω
νουθέτημα
νουθέτησις
νουθετητέος
νουθετητής
νουθετητικός
νοῦθος
Νουκερία
Νουμᾶς
View word page
νουβυστικός
chock-full of sense, clever

ShortDef

chock-full of sense, clever

Debugging

Headword:
νουβυστικός
Headword (normalized):
νουβυστικός
Headword (normalized/stripped):
νουβυστικος
IDX:
59826
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59827
Key:

Data

{'content': 'chock-full of sense, clever'}