Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νότιος
νοτίς
νοτισμός
νοτιώδης
νοτόθεν
νοτολιβυκός
νοτόνδε
νότος
Νότος
νότυλος
νοτώδης
νουβυστικός
νουθεσία
νουθετέω
νουθέτημα
νουθέτησις
νουθετητέος
νουθετητής
νουθετητικός
νοῦθος
Νουκερία
View word page
νοτώδης
moist

ShortDef

moist

Debugging

Headword:
νοτώδης
Headword (normalized):
νοτώδης
Headword (normalized/stripped):
νοτωδης
IDX:
59825
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59826
Key:

Data

{'content': 'moist'}