Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Νότιον
νότιος
νοτίς
νοτισμός
νοτιώδης
νοτόθεν
νοτολιβυκός
νοτόνδε
νότος
Νότος
νότυλος
νοτώδης
νουβυστικός
νουθεσία
νουθετέω
νουθέτημα
νουθέτησις
νουθετητέος
νουθετητής
νουθετητικός
νοῦθος
View word page
νότυλος
'moist'

ShortDef

'moist'

Debugging

Headword:
νότυλος
Headword (normalized):
νότυλος
Headword (normalized/stripped):
νοτυλος
IDX:
59824
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59825
Key:

Data

{'content': "'moist'"}