Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νοτίζω
νοτίη
Νότιον
νότιος
νοτίς
νοτισμός
νοτιώδης
νοτόθεν
νοτολιβυκός
νοτόνδε
νότος
Νότος
νότυλος
νοτώδης
νουβυστικός
νουθεσία
νουθετέω
νουθέτημα
νουθέτησις
νουθετητέος
νουθετητής
View word page
νότος
the south
ShortDef
the south
the south wind
Debugging
Headword:
νότος
Headword (normalized):
νότος
Headword (normalized/stripped):
νοτος
IDX:
59822
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59823
Key:
Data
{'content': 'the south'}