Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νοτία
νοτιαῖος
νοτίζω
νοτίη
Νότιον
νότιος
νοτίς
νοτισμός
νοτιώδης
νοτόθεν
νοτολιβυκός
νοτόνδε
νότος
Νότος
νότυλος
νοτώδης
νουβυστικός
νουθεσία
νουθετέω
νουθέτημα
νουθέτησις
View word page
νοτολιβυκός
south-westerly
ShortDef
south-westerly
Debugging
Headword:
νοτολιβυκός
Headword (normalized):
νοτολιβυκός
Headword (normalized/stripped):
νοτολιβυκος
IDX:
59820
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59821
Key:
Data
{'content': 'south-westerly'}