Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνάλειπτος
ἀναλείφω
ἀναλείχω
ἀναλειψία
ἀναλεκτέον
ἀναλέκτης
ἀνάλεκτος
ἀναλήθης
ἀνάλημμα
ἀναληπτέον
ἀναληπτήρ
ἀναληπτικός
ἀναληπτρίς
ἀνάληψις
ἀναλθής
ἀνάλθητος
ἀναλίγκιος
ἀναλικμάω
ἀναλίσκω
ἀνάλιστος
ἀνάλκεια
View word page
ἀναληπτήρ
bucket
ShortDef
bucket
Debugging
Headword:
ἀναληπτήρ
Headword (normalized):
ἀναληπτήρ
Headword (normalized/stripped):
αναληπτηρ
IDX:
5981
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5982
Key:
Data
{'content': 'bucket'}