Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νοτερός
νοτέω
νοτία
νοτιαῖος
νοτίζω
νοτίη
Νότιον
νότιος
νοτίς
νοτισμός
νοτιώδης
νοτόθεν
νοτολιβυκός
νοτόνδε
νότος
Νότος
νότυλος
νοτώδης
νουβυστικός
νουθεσία
νουθετέω
View word page
νοτιώδης
moist

ShortDef

moist

Debugging

Headword:
νοτιώδης
Headword (normalized):
νοτιώδης
Headword (normalized/stripped):
νοτιωδης
IDX:
59818
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59819
Key:

Data

{'content': 'moist'}