Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νοταπηλιωτικός
νοτερός
νοτέω
νοτία
νοτιαῖος
νοτίζω
νοτίη
Νότιον
νότιος
νοτίς
νοτισμός
νοτιώδης
νοτόθεν
νοτολιβυκός
νοτόνδε
νότος
Νότος
νότυλος
νοτώδης
νουβυστικός
νουθεσία
View word page
νοτισμός
wetting

ShortDef

wetting

Debugging

Headword:
νοτισμός
Headword (normalized):
νοτισμός
Headword (normalized/stripped):
νοτισμος
IDX:
59817
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59818
Key:

Data

{'content': 'wetting'}