Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νοταπηλιώτης
νοταπηλιωτικός
νοτερός
νοτέω
νοτία
νοτιαῖος
νοτίζω
νοτίη
Νότιον
νότιος
νοτίς
νοτισμός
νοτιώδης
νοτόθεν
νοτολιβυκός
νοτόνδε
νότος
Νότος
νότυλος
νοτώδης
νουβυστικός
View word page
νοτίς
moisture, wet
ShortDef
moisture, wet
Debugging
Headword:
νοτίς
Headword (normalized):
νοτίς
Headword (normalized/stripped):
νοτις
IDX:
59816
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59817
Key:
Data
{'content': 'moisture, wet'}