Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νοσώδης
νοταπηλιώτης
νοταπηλιωτικός
νοτερός
νοτέω
νοτία
νοτιαῖος
νοτίζω
νοτίη
Νότιον
νότιος
νοτίς
νοτισμός
νοτιώδης
νοτόθεν
νοτολιβυκός
νοτόνδε
νότος
Νότος
νότυλος
νοτώδης
View word page
νότιος
wet, moist, damp; southern

ShortDef

wet, moist, damp; southern

Debugging

Headword:
νότιος
Headword (normalized):
νότιος
Headword (normalized/stripped):
νοτιος
IDX:
59815
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59816
Key:

Data

{'content': 'wet, moist, damp; southern'}