Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νοσφίζω
νοσφισμός
νοσφιστής
νοσώδης
νοταπηλιώτης
νοταπηλιωτικός
νοτερός
νοτέω
νοτία
νοτιαῖος
νοτίζω
νοτίη
Νότιον
νότιος
νοτίς
νοτισμός
νοτιώδης
νοτόθεν
νοτολιβυκός
νοτόνδε
νότος
View word page
νοτίζω
to wet

ShortDef

to wet

Debugging

Headword:
νοτίζω
Headword (normalized):
νοτίζω
Headword (normalized/stripped):
νοτιζω
IDX:
59812
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59813
Key:

Data

{'content': 'to wet'}