Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νοσφίζομαι
νοσφίζω
νοσφισμός
νοσφιστής
νοσώδης
νοταπηλιώτης
νοταπηλιωτικός
νοτερός
νοτέω
νοτία
νοτιαῖος
νοτίζω
νοτίη
Νότιον
νότιος
νοτίς
νοτισμός
νοτιώδης
νοτόθεν
νοτολιβυκός
νοτόνδε
View word page
νοτιαῖος
southern

ShortDef

southern

Debugging

Headword:
νοτιαῖος
Headword (normalized):
νοτιαῖος
Headword (normalized/stripped):
νοτιαιος
IDX:
59811
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59812
Key:

Data

{'content': 'southern'}