Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νοσφιδόν
νοσφίζομαι
νοσφίζω
νοσφισμός
νοσφιστής
νοσώδης
νοταπηλιώτης
νοταπηλιωτικός
νοτερός
νοτέω
νοτία
νοτιαῖος
νοτίζω
νοτίη
Νότιον
νότιος
νοτίς
νοτισμός
νοτιώδης
νοτόθεν
νοτολιβυκός
View word page
νοτία
wet

ShortDef

wet

Debugging

Headword:
νοτία
Headword (normalized):
νοτία
Headword (normalized/stripped):
νοτια
IDX:
59810
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59811
Key:

Data

{'content': 'wet'}