Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναλειόω
ἀνάλειπτος
ἀναλείφω
ἀναλείχω
ἀναλειψία
ἀναλεκτέον
ἀναλέκτης
ἀνάλεκτος
ἀναλήθης
ἀνάλημμα
ἀναληπτέον
ἀναληπτήρ
ἀναληπτικός
ἀναληπτρίς
ἀνάληψις
ἀναλθής
ἀνάλθητος
ἀναλίγκιος
ἀναλικμάω
ἀναλίσκω
ἀνάλιστος
View word page
ἀναληπτέον
one must take up
ShortDef
one must take up
Debugging
Headword:
ἀναληπτέον
Headword (normalized):
ἀναληπτέον
Headword (normalized/stripped):
αναληπτεον
IDX:
5980
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5981
Key:
Data
{'content': 'one must take up'}