Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νόσφι
νοσφίδιος
νοσφιδόν
νοσφίζομαι
νοσφίζω
νοσφισμός
νοσφιστής
νοσώδης
νοταπηλιώτης
νοταπηλιωτικός
νοτερός
νοτέω
νοτία
νοτιαῖος
νοτίζω
νοτίη
Νότιον
νότιος
νοτίς
νοτισμός
νοτιώδης
View word page
νοτερός
wet, damp, moist

ShortDef

wet, damp, moist

Debugging

Headword:
νοτερός
Headword (normalized):
νοτερός
Headword (normalized/stripped):
νοτερος
IDX:
59808
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59809
Key:

Data

{'content': 'wet, damp, moist'}