Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νόστος
νόσφι
νοσφίδιος
νοσφιδόν
νοσφίζομαι
νοσφίζω
νοσφισμός
νοσφιστής
νοσώδης
νοταπηλιώτης
νοταπηλιωτικός
νοτερός
νοτέω
νοτία
νοτιαῖος
νοτίζω
νοτίη
Νότιον
νότιος
νοτίς
νοτισμός
View word page
νοταπηλιωτικός
south-easterly

ShortDef

south-easterly

Debugging

Headword:
νοταπηλιωτικός
Headword (normalized):
νοταπηλιωτικός
Headword (normalized/stripped):
νοταπηλιωτικος
IDX:
59807
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59808
Key:

Data

{'content': 'south-easterly'}