Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νοστίζω
νόστιμος
νόστος
νόσφι
νοσφίδιος
νοσφιδόν
νοσφίζομαι
νοσφίζω
νοσφισμός
νοσφιστής
νοσώδης
νοταπηλιώτης
νοταπηλιωτικός
νοτερός
νοτέω
νοτία
νοτιαῖος
νοτίζω
νοτίη
Νότιον
νότιος
View word page
νοσώδης
sickly, diseased, ailing

ShortDef

sickly, diseased, ailing

Debugging

Headword:
νοσώδης
Headword (normalized):
νοσώδης
Headword (normalized/stripped):
νοσωδης
IDX:
59805
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59806
Key:

Data

{'content': 'sickly, diseased, ailing'}