Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νοστέω
νοστίζω
νόστιμος
νόστος
νόσφι
νοσφίδιος
νοσφιδόν
νοσφίζομαι
νοσφίζω
νοσφισμός
νοσφιστής
νοσώδης
νοταπηλιώτης
νοταπηλιωτικός
νοτερός
νοτέω
νοτία
νοτιαῖος
νοτίζω
νοτίη
Νότιον
View word page
νοσφιστής
peculator
ShortDef
peculator
Debugging
Headword:
νοσφιστής
Headword (normalized):
νοσφιστής
Headword (normalized/stripped):
νοσφιστης
IDX:
59804
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59805
Key:
Data
{'content': 'peculator'}