Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νόσσαξ
νοσσάς
νοστέω
νοστίζω
νόστιμος
νόστος
νόσφι
νοσφίδιος
νοσφιδόν
νοσφίζομαι
νοσφίζω
νοσφισμός
νοσφιστής
νοσώδης
νοταπηλιώτης
νοταπηλιωτικός
νοτερός
νοτέω
νοτία
νοτιαῖος
νοτίζω
View word page
νοσφίζω
turn away, shrink back

ShortDef

turn away, shrink back

Debugging

Headword:
νοσφίζω
Headword (normalized):
νοσφίζω
Headword (normalized/stripped):
νοσφιζω
IDX:
59802
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59803
Key:

Data

{'content': 'turn away, shrink back'}