Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νοσοτυφέω
νόσσαξ
νοσσάς
νοστέω
νοστίζω
νόστιμος
νόστος
νόσφι
νοσφίδιος
νοσφιδόν
νοσφίζομαι
νοσφίζω
νοσφισμός
νοσφιστής
νοσώδης
νοταπηλιώτης
νοταπηλιωτικός
νοτερός
νοτέω
νοτία
νοτιαῖος
View word page
νοσφίζομαι
to turn one's back upon

ShortDef

to turn one's back upon

Debugging

Headword:
νοσφίζομαι
Headword (normalized):
νοσφίζομαι
Headword (normalized/stripped):
νοσφιζομαι
IDX:
59801
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59802
Key:

Data

{'content': "to turn one's back upon"}