Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νοσοτροφία
νοσοτυφέω
νόσσαξ
νοσσάς
νοστέω
νοστίζω
νόστιμος
νόστος
νόσφι
νοσφίδιος
νοσφιδόν
νοσφίζομαι
νοσφίζω
νοσφισμός
νοσφιστής
νοσώδης
νοταπηλιώτης
νοταπηλιωτικός
νοτερός
νοτέω
νοτία
View word page
νοσφιδόν
by stealth
ShortDef
by stealth
Debugging
Headword:
νοσφιδόν
Headword (normalized):
νοσφιδόν
Headword (normalized/stripped):
νοσφιδον
IDX:
59800
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59801
Key:
Data
{'content': 'by stealth'}