Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νόσος
νοσοτροφία
νοσοτυφέω
νόσσαξ
νοσσάς
νοστέω
νοστίζω
νόστιμος
νόστος
νόσφι
νοσφίδιος
νοσφιδόν
νοσφίζομαι
νοσφίζω
νοσφισμός
νοσφιστής
νοσώδης
νοταπηλιώτης
νοταπηλιωτικός
νοτερός
νοτέω
View word page
νοσφίδιος
clandestine

ShortDef

clandestine

Debugging

Headword:
νοσφίδιος
Headword (normalized):
νοσφίδιος
Headword (normalized/stripped):
νοσφιδιος
IDX:
59799
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59800
Key:

Data

{'content': 'clandestine'}