Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναλέγω
ἀναλειόω
ἀνάλειπτος
ἀναλείφω
ἀναλείχω
ἀναλειψία
ἀναλεκτέον
ἀναλέκτης
ἀνάλεκτος
ἀναλήθης
ἀνάλημμα
ἀναληπτέον
ἀναληπτήρ
ἀναληπτικός
ἀναληπτρίς
ἀνάληψις
ἀναλθής
ἀνάλθητος
ἀναλίγκιος
ἀναλικμάω
ἀναλίσκω
View word page
ἀνάλημμα
that which is used for repairing

ShortDef

that which is used for repairing

Debugging

Headword:
ἀνάλημμα
Headword (normalized):
ἀνάλημμα
Headword (normalized/stripped):
αναλημμα
IDX:
5979
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5980
Key:

Data

{'content': 'that which is used for repairing'}