Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νοσοποιός
νόσος
νοσοτροφία
νοσοτυφέω
νόσσαξ
νοσσάς
νοστέω
νοστίζω
νόστιμος
νόστος
νόσφι
νοσφίδιος
νοσφιδόν
νοσφίζομαι
νοσφίζω
νοσφισμός
νοσφιστής
νοσώδης
νοταπηλιώτης
νοταπηλιωτικός
νοτερός
View word page
νόσφι
aloof, apart, afar, away

ShortDef

aloof, apart, afar, away

Debugging

Headword:
νόσφι
Headword (normalized):
νόσφι
Headword (normalized/stripped):
νοσφι
IDX:
59798
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59799
Key:

Data

{'content': 'aloof, apart, afar, away'}