Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νοσοκομία
νοσοκόμος
νοσολογέω
νοσοποιέω
νοσοποιός
νόσος
νοσοτροφία
νοσοτυφέω
νόσσαξ
νοσσάς
νοστέω
νοστίζω
νόστιμος
νόστος
νόσφι
νοσφίδιος
νοσφιδόν
νοσφίζομαι
νοσφίζω
νοσφισμός
νοσφιστής
View word page
νοστέω
to come

ShortDef

to come

Debugging

Headword:
νοστέω
Headword (normalized):
νοστέω
Headword (normalized/stripped):
νοστεω
IDX:
59794
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59795
Key:

Data

{'content': 'to come'}