Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νοσοκομέω
νοσοκομία
νοσοκόμος
νοσολογέω
νοσοποιέω
νοσοποιός
νόσος
νοσοτροφία
νοσοτυφέω
νόσσαξ
νοσσάς
νοστέω
νοστίζω
νόστιμος
νόστος
νόσφι
νοσφίδιος
νοσφιδόν
νοσφίζομαι
νοσφίζω
νοσφισμός
View word page
νοσσάς
fowl
ShortDef
fowl
Debugging
Headword:
νοσσάς
Headword (normalized):
νοσσάς
Headword (normalized/stripped):
νοσσας
IDX:
59793
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59794
Key:
Data
{'content': 'fowl'}